ερανίζομαι

ερανίζομαι
(AM ἑρανίζομαι και ἐρανίζω) [έρανος]
συγκεντρώνω χρήματα για να τά δώσω σε κάποιον
μσν.- νεοελλ.
συγκεντρώνω περικοπές, γνώμες, χωρία από βιβλία και κείμενα
αρχ.-μσν.
1. ζητώ χρήματα για έρανο («τοὺς φίλους ἐρανίσας», Δημοσθ.)
2. δανείζομαι άτοκα
3. μαζεύω με παρακάλια κάτι που μού είναι χρήσιμο («ἐρανίζων στεφάνους καὶ κηρύγματα ψευδῆ», Αισχίν.)
4. μαζεύω χρήματα («οὗτος καὶ Πρόδικος ὁ Κεῑος λόγους ἀναγινώσκοντες ἠρανίζοντο», Διογ. Λαέρ.)
5. συσσωρεύω, παίρνω ως δάνεια.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ερανίζομαι — ερανίζομαι, ερανίστηκα βλ. πίν. 34 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • σταχυολογώ — σταχυολογῶ, έω, ΝΜΑ, και σταχολογώ Ν μαζεύω στάχια νεοελλ. επιλέγω χαρακτηριστικά στοιχεία και αποσπάσματα από ένα ή περισσότερα κείμενα, ερανίζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < στάχυς, υος + λογώ*] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”